- πυθμένι
- πυθμήνbottommasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποτίθεμαι — ὑποτίθεμαι ΝΜΑ, και ενεργ. τ. ὑποτίθημι ΜΑ [τίθημι] νεοελλ. (γ εν. πρόσ. παθ. ενεστ.) υποτίθεται τίθεται ως προϋπόθεση ή θεωρείται πιθανό (α. «υποτίθεται ότι στο σκάνδαλο είναι αναμεμιγμένοι και υψηλά ιστάμενοι» β. «αφού ζει σε τέτοια πολυτέλεια … Dictionary of Greek
υπόκυκλος — ον, Α 1. αυτός που έχει από κάτω τροχούς, ὑπότροχος* 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπόκυκλον (κατά τον Ησύχ.) «ὑπόκυκλα τοὺς ἀστραγάλους τοὺς ὑποτιθεμένους τῷ πυθμένι τῶν τριπόδων». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κύκλος (πρβλ. ἔγκυκλος)] … Dictionary of Greek
πυθμέν' — πυθμένα , πυθμήν bottom masc acc sg πυθμένι , πυθμήν bottom masc dat sg πυθμένε , πυθμήν bottom masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)